Γύας

Γύας
Γύᾱς , Γύης
the curved piece of wood
masc acc pl
Γύᾱς , Γύης
the curved piece of wood
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γύας — γύᾱς , ἐγγυάω give imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) γύᾱς , γύης 1 the curved piece of wood masc acc pl γύᾱς , γύης 1 the curved piece of wood masc nom sg (epic doric aeolic) γύᾱς , γύης 2 the curved piece of wood fem acc pl γύᾱς , γύης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gyas — GYAS, æ, Gr. Γύας, ου, (⇒ Tab. II.) des Cölus und der Tellus, oder der Erde Sohn, war ein ungeheuerer Riese mit funfzig Köpfen und hundert Armen oder Händen. Seine Brüder waren Briareus und Köus, welche zusammen die Centmani oder Ἑκατόγχειρες… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • GYAS — I. GYAS magna et bona pars Syracusani agri, qui fuit Dionysii tyranni. Plutarch. in Dione. Hodie la Cava di Georgia vocari scribit Aretius. Graece Γύας Γύατος. Post Anapum describit Cluv. ex Plutarchi Dione τῆς Συρακουσίας τὸν καλούμενον Γύατα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίγυος — δίγυος, ον (Α) αυτός που περιλαμβάνει δύο γύας* > δύο δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + γύη (γύαι, αι «αι οδοί»)] …   Dictionary of Greek

  • πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • τιθαιβώσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. βάζω στην άκρη, αποθησαυρίζω 2. (για μέλισσες) αποταμιεύω το μέλι 3. παρέχω τροφή, τρέφω 4. μτφ. καθιστώ κάτι καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχημ. σε ώσσω (πρβλ. ὑγρώσσω) με ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • Γύης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους Εκατόγχειρες, γιος του Ουρανού και της Γης, αδελφός του Κόττου και του Βριάρεω. Ονομαζόταν επίσης Γύας ή Γύγης. Ο Ντεσάρμ έδωσε στο όνομα τη σημασία πολυμελής. Όπως ο Βριάρεως, έτσι και ο Γ. συγχέεται πολλές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”